- πεπρῆσθαι
- πίμπρημιburnperf inf mpπιπράσκωexport for saleperf inf mp (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… … Dictionary of Greek
φλοιδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) (το απρμφ. ενεστ.) φλοιδιᾱν «πεπρῆσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλοιδ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας *bhl ei d τού ρ. φλίω* + ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ), για τη σημ. τού τ. βλ. λ. φλίω)] … Dictionary of Greek